-
1 δι-έρχομαι
δι-έρχομαι (s. ἔρχομαι), durchgehen; – 1) räumlich, ἄστυ, πῶυ, durch die Stadt hin, durch die Heerde hingehen, Il. 6, 392. 3, 198; πύλας, Eur. Suppl. 753; τὴν χώραν, Plat. Menex. 240 b; oft bei den Historikern, z. B. τὴν πολεμίαν, Thuc. 7, 64; τὰ ὄρη, Xen. An. 4. 1, 3. u., wie auch sonst oft, von Völkern, 3, 5, 17; ὁδόν, Plat. Legg. III, 685 a; τρεῖς σταϑμούς Xen. An. 2, 4, 12, u. öfter, wobei an das Ziel gedacht wird, ganz durchmarschiren. – Dah. übertr., τὸ βίου τέλος, verleben, Pind. I. 3, 23; ἑπτὰ περιδρομὰς ἐτῶν Eur. Hel. 776; δικαίως τὸν βίον διελϑεῖν, Plat. Gorg. 523 a; χρόνον, Plut. T. Graech. 11. Dah. πόνους. Mühsal erdulden, Eur. Herc. fur. 1226; παιδείαν, ganz durchmachen, Xen. Cyr. 1, 5, 1. Vom Gerücht, βάξις διῆλϑ' Ἀχαιοὺς πάντας Soph. Ai. 978; u. absol., λόγος διῆλϑε, verbreitete sich, Thuc. 6, 46; Plat. Ep. VII, 329 c; Xen. An. 1, 4, 7 u. öfter; ἔς τινα, Plut. Alcib. 2. – Hom. vrbdt auch damit den gen., μεγάροιο, durch das Gemach gehen, Od. 6, 304; u. von dem Geschosse, durchdringen, πρὶν χροὸς διελϑεῖν, Il. 20, 100; ohne Casus Iliad. 20, 263 φάτο γὰρ ἔγχος ῥέα διελεύσεσϑαι Αἰνείαο; womit zu vgl. das absolute διέρχεται, es dringt durch, vom Schmerze gesagt, Soph. Phil. 733; vom Gift, ἰὸς σφαγῶν διελϑών, das in die Wunde dringt, Trach. 714; von der Liebe, ἵμερος Ἡρακλῆ 477; διῆλϑέ μέ τι, es ging mir etwas durch den Sinn, Eur. Suppl. 300; διά τινος, Plat. Soph. 255 e Her. 6, 31. – 2) übertr., λόγον, Pind. N. 4, 72; χρησμόν, Aesch. Prom. 876, durchgehen, erzählen; u. so in Prosa oft auch ohne Zusatz, bes. bei Plat., τὸν ἥλιον, Crat. 408 e; ἅπερ, ὅσα διήλϑομεν, alles, was wir durchgenommen haben; auch περί τινος, Prot. 347 a Rep. VI, 506 d; Arist. Eth. Nic. 10, 1; τὶ πρός τινα, Plut. Aem. 31. – 3) Von der Zeit, verstreichen, vorübergehen; διελϑόντος χρόνου Her. 1, 8; ὁ χρόνος διελήλυϑεν Dem. 2, 25, u. öfter; Pol. auch πανηγύρεως διελϑούσης, 18, 30; αἱ ἀνοχαί Dion. Hal. 3, 59.
-
2 διέρχομαι
δι-έρχομαι (s. ἔρχομαι), durchgehen; (1) räumlich, ἄστυ, πῶυ, durch die Stadt hin, durch die Herde hingehen; τὰ ὄρη, von Völkern; τρεῖς σταϑμούς, wobei an das Ziel gedacht wird, ganz durchmarschieren. Dah. übertr., τὸ βίου τέλος, verleben. Dah. πόνους. Mühsal erdulden; παιδείαν, ganz durchmachen. Vom Gerücht, βάξις διῆλϑ' Ἀχαιοὺς πάντας; absol., λόγος διῆλϑε, verbreitete sich; gen., μεγάροιο, durch das Gemach gehen; von dem Geschosse: durchdringen; das absolute διέρχεται, es dringt durch (vom Schmerze gesagt); vom Gift, ἰὸς σφαγῶν διελϑών, das in die Wunde dringt; von der Liebe, ἵμερος; διῆλϑέ μέ τι, es ging mir etwas durch den Sinn. (2) übertr., χρησμόν, durchgehen, erzählen; ἅπερ, ὅσα διήλϑομεν, alles, was wir durchgenommen haben. (3) Von der Zeit: verstreichen, vorübergehen -
3 δι-έχω
δι-έχω, 1) auseinander halten; ὁ ποταμὸς σχιζόμενος – διέχων τὰ ῥέεϑρα ἀπ' ἀλλήλων τρία στάδια Her. 7, 51; τὴν φάλαγγα Arr. An. 1, 1, 13; τὰς χεῖρας, ausstrecken, Plut. Ant. 20; bes. Cim. 12 u. a. Sp.; διέχειν τὸ πλῆϑος καὶ ἀνείργειν vrbdt Plut. Tib. Graech. 18, abhalten; vgl. Alcib. 4. – 2) (durchhalten) durchdringen; Iliad. 5, 100 διὰ δ' ἔπτατο πικρὸς ὀιστός, ἀντικρὺ δὲ διέσχε, er drang durch und an der andern Seite wieder hervor, nicht »ragte hervor«, denn der aorist. διέσχε steht hier in der Bdtg des Anfangens; »ragte hervor« würde Griechisch imperfect. sein; Apollon. Lex. Homer. p. 58, 29 διέσχε· διῆλϑε; Iliad. 11, 253 ἀντικρὺ δὲ διέσχε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκή; διὰ τοῦ ἥπατος διέχει ἡ μεγάλη φλέψ, geht hindurch, Arist. H. A. 1, 17; vgl. part. anim. 3, 4, wo es dem διατείνω entspricht; dah. ἔκ τινος εἴς τι, von wo aus sich wohin erstrecken, Her. 4, 142. 7, 122. – 3) auseinander stehen, getrennt, entfernt sein; Theogn. 970; ἀπ' ἀλλήλων Thuc. 2, 81, wie Xen. An. 1, 8, 17; ἀλλήλων 1. 10, 14; Thuc. 8, 95; Pol. 5, 103, 6; absolut, ὅταν διάσχῃ τὰ κέρατα An. 3, 4, 20; dah. ὁ Ἑλλήσποντος σταδίους ὡς πεντεκαίδεκα διέχει, breitet sich aus, hat eine Weite von 15 Stadien, Hell. 2, 1, 21; ähnl. ὁ ποταμὸς εἰς πλάτος διέσχε Arr. An. 6, 5, 6; ἡ γῆ διέσχε σεισμῷ, die Erde barst, Philostr.; übh. = auseinander treten, Plut. Pomp. 20, oft. – Von der Zeit, οὐ διέσχον ἡμέραι τρεῖς, waren dazwischen, Soph. O. R. 717. – Auch τόλμῃ διέχειν, = διαφέρειν, sich auszeichnen, App. Pun. 132.
-
4 θρόος
θρόος, ὁ (ϑρέω), att. zsgz. ϑροῠς, lautes Rufen; οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς ϑρόος, ἀλλὰ γλῶσσ' ἐμέμικτο Il. 4, 437; Pind. πολύφατος ϑρόος ὑμνων, lauter Schall, N. 7, 81, wie ἠχήεις ϑρ. αὐλῶν p. bei Plut. Symp. 3, 6, 4. Bei Xen. Hell. 6, 5, 35 heimliches Gemurmel einer Menge, womit Thuc. 4, 66. 8, 79 zu vgl.; ϑροῦς τις τοιοῠτος διῆλϑε, ein Gerücht verbreitete sich, Xen. Cyr. 6, 1, 37, wie D. ^^al. 6, 57; Plut. Galb. 26 u. D. C. oft.
-
5 ἵμερος
ἵμερος, ὁ (vielleicht mit ἵημι, ἵεμαι zusammenhangend?), Sehnsucht, Verlangen wonach; nach Liebesgenuß, Liebe, ὥς σεο νῦν ἔραμαι καί με γλυκὺς ἵμερος αἱρεῖ Il. 3, 446. 14, 328; φιλότης καὶ ἵμερος 14, 198. 216; σίτου, 11, 89 u. öfter; Θέτις γόου ἵμερον ὦρσεν 23, 14, wie ἀμφοτέροισι δὲ τοῖσιν ὑφ' ἵμερος ὦρτο γόοιο Od. 16, 215; auch noch mit einem gen. verbunden, τῷ δ' ἄρα πατρὸς ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο 4, 113, das Verlangen nach der Trauer um den Vater erregen, denn der Unglückliche sehnt sich, seinen Schmerz auszuweinen (die Wonne der Wehmuth, Ossian). – Bei Pind., wie ἔρως, Liebessehnsucht. Liebe, γλυκύς Ol. 3, 35; δαμεὶς φρένας ἱμέρῳ 1, 41. Auch Tragg., τῶν ἀντερώντων ἱμέρῳ πεπληγμένος Aesch. Ag. 530, vgl. 1176 u. Eur. Med. 556; ὠμοδακής σ' ἄγαν ἶμερος ἐξοτρύνει Aesch. Spt. 674; ἵμερος ἔχει με Soph. O. C. 1723; νύμφας Ant. 792; ταύτης ὁ δεινὸς ἵμ. ποϑ' Ἡρακλῆ διῆλϑε Tr. 476; τοῦ ϑανόντος ἱμέρῳ Phil. 350; τοιοῦτος ἵμ. με διαλυμαίνεται Ar. Ran. 59; personificirt, Anacr. 64, 2; Bruder des Eros, Luc. Deor. jud. 15. Selten in Prosa, ἵμερον ἔχειν, Her. 5, 106, öfter; Plat. Phaedr. 251 c 255 c Conv. 197 d. – Adj. ist ἵμερος = ἱμερόεις gebraucht in der Anth., ἵμερα μελίζεσϑαι Antp. Sid. 76 (VII, 30), ἵμερα δακρύσασα M. Arg. 29 (VII, 364).
-
6 θρόος
θρόος, ὁ, lautes Rufen; πολύφατος ϑρόος ὑμνων, lauter Schall; heimliches Gemurmel einer Menge; ϑροῦς τις τοιοῠτος διῆλϑε, ein Gerücht verbreitete sich
См. также в других словарях:
διῆλθε — διέρχομαι go through aor ind act 3rd sg διέρχομαι go through aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διῆλθ' — διῆλθα , διέρχομαι go through aor ind act 1st sg διῆλθε , διέρχομαι go through aor ind act 3rd sg διῆλθε , διέρχομαι go through aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Διαδοχής, πόλεμοι — Τρεις ευρωπαϊκοί πόλεμοι του πρώτου μισού του 18ου αι., που διεξήχθησαν για τη διαδοχή των θρόνων της Ισπανίας, της Πολωνίας και της Αυστρίας. 1. Πόλεμος για τη διαδοχή της Ισπανίας (1701 13). Ο πόλεμος για τη διαδοχή της Ισπανίας ξέσπασε με… … Dictionary of Greek
Μάρινερ — (Mariner). Ονομασία αμερικανικών διαστημοπλοίων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την εξερεύνηση των εγγύτερων προς τη Γη πλανητών του ηλιακού συστήματος (Ερμή, Αφροδίτης και Άρη). Ειδικότερα, το Μ. 1 εκτοξεύθηκε στις 22 Ιουλίου 1962 με αποστολή να… … Dictionary of Greek
μηδενισμός ή νιχιλισμός — (nihilisme, από το λατινικό nihil = μηδέν, τίποτα). Όρος που έγινε παγκόσμια γνωστός από το μυθιστόρημα Πατέρες και παιδιά (1862) του Τουργκένιεφ, ενώ καθιερώθηκε για να χαρακτηρίσει πολλές και ποικίλες μορφές σκέψης, καθώς και την επαναστατική… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Μυτιλήνης — Η αρχαιολογική συλλογή του Μουσείου Μυτιλήνης στεγάζεται σε δύο κτίρια. Το παλαιότερο (Αργύρη Εφταλιώτη 7 & 8ης Νοεμβρίου) στεγάζει ευρήματα από τα προϊστορικά ως τα ρωμαϊκά χρόνια, ενώ στο νεότερο (8ης Νοεμβρίου) παρουσιάζονται ευρήματα των… … Dictionary of Greek